μετοπωρινον

μετοπωρινον
    μετοπωρινόν
    μετ-οπωρῐνόν
    adv. осенью Hes.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μετοπωρινον" в других словарях:

  • μετοπωρινόν — μετοπωρινός autumnal masc acc sg μετοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινός — μετοπωρινός, ή, όν (ΑΜ) [μετόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόν κατά την περίοδο τού φθινοπώρου …   Dictionary of Greek

  • ομβρώ — (I) ὀμβρῶ, έω (Α) [όμβρος] 1. παρέχω βροχή, βρέχω («μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός», Ησίοδ.) 2. υγραίνω, δροσίζω 3. δίνω κάτι με αφθονία («πηγᾶς γάλακτος ὀμβρῆσαι ἐν μαστοῑς», Φίλ.) 4. (ως τριτοπρόσ.) ὀμβρεῑ (κατά τον Ησύχ.) «ἀκμάζει, ὑπερισχύει,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»